- καρτερικός
- -ή, -ό (AM καρτερικός, -ή, -όν)1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα(«πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.)2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότηταμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ καρτερικόνη καρτερικότητα, η καρτερίααρχ.αυτός που ζητά από κάποιον υπομονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερῶ].
Dictionary of Greek. 2013.